- μαντάλωμα
- το [μανταλώνω]το κλείσιμο πόρτας ή παραθύρου με μάνταλο, με αμπάρα, με σύρτη, αμπάρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντάλωμα — το η ασφάλιση της πόρτας με μάνταλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανταλωμός — ο [μανταλώνω] το μαντάλωμα, αμπάρωμα … Dictionary of Greek